μόρφνος

μόρφνος
μόρφνος
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct or apposition of αἰετός (Ω 316), also name of a kind of eagle (Hes. Sc. 134, Arist., Lyc.), after Suid. = `vulture'; cf. Thompson Birds s.v.
Other forms: Acc. after Hdn. Gr. 1, 173 with Aristarch;' also μορφνός is mentioned.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming with ὀρφνός `dark' (Güntert Reimwortbildungen 164) and like this usually explained as `darkcoloured' v.t. (Hdn., Suid.). By Solmsen KZ 34, 24ff. connected with Lith. márgas `motley' etc., s. μορφή. Similar words are μοριφόν σκοτεινόν, μέλαν H. (correct?; cf. Specht Ursprung 119 w. further combinations), μορύσσω, Μόρυχος (H. Petersson LUÅ 1916, 40), also μόρον (s.v.). Other proposals also start from the idea of darkness, s. Bq. -- Quite diff. Pisani Ist. Lomb. 73, 497 ff.: because of the eagle-name νηττοφόνος "killer of ducks" (Arist.) Aeol. with haplology for *μορβο-φν-ο-ς \< IE *mr̥gʷo-gʷhn-o-s to Skt. mr̥gá- m. `big bird'; wellfounded doubts by Belardi Doxa 3, 214.
Page in Frisk: 2,258

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόρφνος — και μορφνός, ὁ (Α) 1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός 2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός 3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός» 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η… …   Dictionary of Greek

  • μόρφνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρφνοιο — μόρφνος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρφνον — μόρφνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERCNOPTERUS — seu Gypaeetus, degeneris aquilae genus, vulturinâ specie, cuius mentio Iob. c. 39. v. 33. Pulli eius sorbent sanguinem, et, ubi sunt cadavera, illic est. Et Matth. c. 24. v. 28. Ubicumque fuerit cadaver, illic congregabuntur aquiloe. His enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… …   Dictionary of Greek

  • φήνη — ἡ, Α 1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā / *bh(e)ә2 «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • φλεγύας — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Δωτίδας, γενάρχης και βασιλιάς του ληστρικού λαού των Φλεγύων της Θεσσαλίας. Πατέρας του Ιξίωνα και της Κορωνίδας, από την οποία ο Απόλλων απέκτησε τον Ασκληπιό. Επειδή ο Φ. πυρπόλησε τον ναό του Απόλλωνα… …   Dictionary of Greek

  • mer-2 ; *extended mer-ek- —     mer 2 ; *extended mer ek     English meaning: to shimmer, shine     Deutsche Übersetzung: “flimmern, funkeln”     Material: O.Ind. márīci , marīcī “Lichtstrahl, Luftspiegelung” (marī : Gk. μαῖρα, μαρί̄λη); Gk. μαρμαίρω, μαρμαρίζω ‘schimmere” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”